- λαιμάργων
- λαίμαργοςgreedymasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρχιππος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.).Αθηναίος κωμωδιογράφος, μιμητής του Αριστοφάνη. Νίκησε με την κωμωδία του Ιχθύες (415 412 π.Χ.), αντίστοιχη των Ορνίθων, που έχει θέμα τον πόλεμο των ψαριών εναντίον των λαίμαργων Αθηναίων και την τελική παράδοση… … Dictionary of Greek